Academic
 

17 Νοέμβρη: Ένα case study Επικοινωνιακής Ψυχολογίας

 

Το κείμενο αυτό γράφτηκε τον Οκτώβριο του 2002 και είναι βασισμένο κατά ένα συγκεκριμένο τμήμα του στο κείμενο "Τα Κοινωνικά Κινήματα στο Internet: Το πεδίο της νέας "ορατότητας". Μια συντετμημένη εκδοχή του κειμένου αυτού, έχει δημοσιευθεί στο περιοδικό "Marketing Week", τεύχος 937, Οκτώβριος 2002.

 

Περιεχόμενα

 

1. Η ψυχολογία του προσωπικού μύθου

 

2. Προσωπικοί μύθοι, χωρίς πρόσωπα

 

3. Η "17 Νοέμβρη" και τα Media

 

4. Η πραγματικότητα του Matrix

 

 

Η Ψυχολογία του Προσωπικού Μύθου

 

Οτιδήποτε και να πιστεύει κανείς για τη "17 Νοέμβρη", μετά από την "επικοινωνιακή καταιγίδα" του φετινού καλοκαιριού, είναι αναμφίβολο ότι για σχεδόν 3 δεκαετίες στην Ελλάδα, η συγκεκριμένη οργάνωση αποτελούσε ένα μύθο: πολιτικό, ιδεολογικό, επικοινωνιακό αλλά και ψυχολογικό. Και εδώ χρησιμοποιούμε τη λέξη "μύθος" χωρίς καμία θετική ή αρνητική αξιολόγηση, αλλά με την έννοια μιας ιστορίας που ο καθένας τη φτιάχνει όπως θέλει, προσθέτει ή αφαιρεί ότι στοιχεία θέλει - μια ιστορία που η "αντικειμενικότητα" και η "βεβαιότητα", η "αλήθεια" και το "ψέμα" δεν ισχύουν, γιατί πολύ απλά στηρίζονταν σε δομικά στοιχεία που κινούνταν στη σφαίρα του μη αποδείξιμου. Θα ήταν πραγματικά μάταιο να προσπαθήσει κανείς αυτή τη στιγμή να κάνει μια αναδρομή στον αριθμό αλλά και στο είδος των σεναρίων που κυκλοφορούσαν τόσα χρόνια για την οργάνωση και τη δράση της, έχοντας πλέον την πολυτέλεια των συλλήψεων ατόμων που κατηγορούνται ως μέλη της. Κι αυτό γιατί η ιστορία της "17 Νοέμβρη" από τη φύση αλλά και την ποιότητά της, θέτει ένα βασικό ερώτημα για την επικοινωνιακή πραγματικότητα: τι γίνεται ο "μύθος" όταν χάνεται?

Φυσικά κανείς δεν αμφισβητεί το ότι οι συλλήψεις ατόμων που φέρονται ως μέλη της, αποτελεί επιτυχία του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και κανείς δεν αμφισβητεί τα επικοινωνιακά οφέλη που - μετρήσιμα πλέον - προκύπτουν για την Κυβέρνηση. Σε αυτό το κείμενο όμως θα ήθελα να εστιάσουμε σε κάποιες πτυχές της όλης ιστορίας, οι οποίες αν και δεν υπήρξαν εμφανείς, έφεραν στην επιφάνεια ερωτήματα που δεν είναι εύκολο να απαντηθούν σε πρώτο επίπεδο.

Ένα από τα ερωτήματα αυτά, κινείται καθαρά στο χώρο της ατομικής ψυχολογίας και έχει να κάνει με τα προσωπικά κίνητρα των συγκεκριμένων ανθρώπων. Προσωπικά δεν είμαι από εκείνους που εντελώς άκριτα υιοθετούν την άποψη ότι επρόκειτο απλώς για "παρέα μανιακών δολοφόνων" - και τούτο γιατί υπάρχουν κάποια συγκεκριμένα στοιχεία που φανερώνουν δομή και οργάνωση μιας ομάδωσης ανθρώπων, οι οποίοι είναι προσανατολισμένοι προς κάποιο συγκεκριμένο σκοπό (όποιος κι αν είναι αυτός) και δεν δολοφονούν υπό το πρίσμα της παρανοϊκής "χαράς του φόνου". Κι εδώ θα πρέπει να κάνουμε κάποιες βασικές παραδοχές: ήταν άνθρωποι που σε ατομικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο ομάδας είχαν αποδεχθεί το ψυχολογικό βάρος της αφαίρεσης ανθρωπίνων ζωών. Από μόνο του το βάρος αυτό, είναι ικανό να συνθλίψει και να αποδιοργανώσει σε ατομικό επίπεδο τον κάθένα, εκτός και αν κινείται σε τρεις συγκεκριμένες ψυχολογικές περιοχές: α) αν βρίσκεται σε κατάσταση απώλειας συνειδήσεως και κινείται πέρα από κάθε αποδεκτό κοινωνικό κώδικα αξιών, στην οριακή εκείνη περιοχή όπου κυριαρχείται από το ένστικτο της επιβίωσης και η πράξη δεν εγγράφει στη συνείδηση, κανενός είδους ίχνος - και είναι σαφές ότι μιλάμε για κάποιες κατηγορίες ψυχοπαθολογικών καταστάσεων, β) αν έχει κοινωνικοποιηθεί και έχει συγκροτήσει την ατομική του ταυτότητα σε περιβάλλοντα στα οποία η ανθρώπινη ζωή έχει χαρακτήρα αναλώσιμου είδους και η αφαίρεσή της είναι αποδεκτή ως κοινωνική αξιακή πρακτική - και εδώ μιλάμε για κάποια συγκεκριμένα περιβάλλοντα περιθωριακών υποκουλτούρων, οι οποίες έχουν εξαιρετικά ισχυρούς "εσωτερικούς" αξιακούς κώδικες οι οποίοι δεν συμπίπτουν με τους κοινά αποδεκτούς αξιακούς κώδικες και συνήθως πρόκειται για καταστάσεις ποινικού δικαίου και γ) αν το άτομο βιώνει μια δική του πραγματικότητα, η οποία δεν συμβαδίζει με τον ορισμό της κατάστασης που αποδέχεται η υπόλοιπη κοινωνική πλειοψηφία - και εδώ μιλάμε για καταστάσεις οι οποίες τελούν υπό την απόλυτη επιρροή κάποιου ιδεολογικού, θρησκευτικού ή ό,τι άλλου δόγματος, το οποίο απαιτεί την ολοκληρωτική απορρόφηση του ατόμου από κάποιους δεδομένους ρόλους που υπαγορεύονται από τα δόγματα αυτά.

Τα άτομα που έχουν συλληφθεί ως μέλη της 17 Νοέμβρη και αν το δικαστήριο επικυρώσει τις εναντίον τους κατηγορίες (διότι είναι καλό να θυμόμαστε ότι ακόμη ισχύει το αξίωμα ότι "ο καθένας είναι αθώος μέχρις αποδείξεως του εναντίον" και όχι το αντίθετο, καθώς και ότι τα αρμόδια θεσμικά όργανα για να αποφανθούν κάτι τέτοιο, είναι τα δικαστήρια και μόνο αυτά) είναι σαφές ότι εμπίπτουν στην τρίτη κατηγορία ατόμων που αποδέχονται να μεταφέρουν το βάρος της πράξης της αφαίρεσης ανθρώπινης ζωής. Εδώ προτείνω να μην ακολουθήσουμε το, μάλλον ολισθηρό, μονοπάτι του να εξετάσουμε υπό την επιρροή τίνος είδους δόγματος τελούσαν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι, μια και θα αναγκαστούμε να οδηγηθούμε σε ερωτήματα περί του αν η ιδεολογία νομιμοποιεί ή δίνει άλλη χροιά σε συγκεκριμένες πράξεις καθώς και του τι ακριβώς είναι η "πολιτική" και τι η "ποινική" ευθύνη τέτοιων πράξεων - αν ισχύει καν τέτοιου τύπου διαχωρισμός.

Αντιθέτως το πιο ενδιαφέρον εδώ, είναι η διαπίστωση ότι οι άνθρωποι αυτοί βίωναν μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα, ακόμη και όταν πλέον δεν είχαν την παραμικρή ενθάρρυνση και το παραμικρό ερέθισμα προς τούτο. Γιατί θα ήταν στρουθοκαμηλισμός να μην παραδεχτούμε το γεγονός, ότι η δράση της "17 Νοέμβρη" τα πρώτα χρόνια είχε αποδέκτες και υποστηρικτές σε συγκεκριμένα τμήματα της κοινής γνώμης. Τα μέλη της "17 Νοέμβρη" βίωναν μια εμπόλεμη κατάσταση: οι ίδιοι βρίσκονταν σε πόλεμο - και το βίωμα του πολέμου είναι μια από τις κατ' εξοχή καταστάσεις οι οποίες σε ατομικό ψυχολογικό επίπεδο "νομιμοποιούν" μέσα σου την αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής. Ο ρόλος του "κοινωνικού τιμωρού", ο οποίος αναλαμβάνει μόνος του να "διορθώσει την αδικία" όπως αυτός την αντιλαμβάνεται, πολύ νωρίς έπαψε να έχει δείγματα θετικής ενθάρρυνσης και ανάδρασης από την υπόλοιπη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα αλλά παρ' όλ' αυτά η δράση συνεχίσθηκε - κι αυτό γιατί η πραγματικότητα των μελών της "17 Νοέμβρη" δεν εφάπτονταν πουθενά με την πραγματικότητα της συντριπτικής πλειοψηφίας. Τι σε κρατάει λοιπόν να συνεχίζεις, όταν πλέον ο φανατισμός, αφ' ενός δεν είναι αρκετός από μόνος του μια και υποκύπτει κι αυτός στην αναπόφευκτη φθορά του χρόνου και αφ' ετέρου, η κοινώς αποδεκτή κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα εκ των πραγμάτων έχει γιγαντώσει το χάσμα που τη χωρίζει από τη δική σου, προσωπική πραγματικότητα? Κι εδώ έρχεται η καταλυτική λειτουργία του μύθου: ο εαυτός μας συγκροτείται και δομείται πάνω στην προσωπική μας ιστορία - είμαστε η ιστορία μας. Και την ιστορία μας τη γράφουμε βασιζόμενοι στους προσωπικούς μας μύθους [1]. Είναι εύκολο να σκεφτούμε τη δύναμη αυτών των συγκεκριμένων προσωπικών μύθων, οι οποίοι τροφοδοτούνταν από την πίστη στο δόγμα, από το μυστικό "ανήκειν στην ομάδα" και από την κολακεία που σου παρέχει το γεγονός ότι δράσεις για τις οποίες είσαι υπεύθυνος, προκαλούν αντίκτυπο διεθνούς επιπέδου και επί 3 δεκαετίες αποτελείς τον "κρυφό πόθο" των μεγαλυτέρων μυστικών υπηρεσιών της υφηλίου... Η ισχυρότατη δύναμη όμως αυτού του προσωπικού μύθου, είναι ταυτόχρονα και αυτή που τον κάνει ασφυκτικά αφόρητο για τον άνθρωπο που τον έχει δημιουργήσει και τον αφορά. Κι αυτό γιατί περιέχει μια τρομερή, εγγενή αντίφαση: την αναγκαστική αφάνεια και τη μη ορατότητα. Γιατί ο μύθος, από "μύθος όλων" (μύθος της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας) γίνεται ο "δικός σου μύθος" μόνο όταν προσωποποιηθεί σε σένα: όταν πλέον μπορείς να "βγεις στη σκηνή για να εισπράξεις το χειροκρότημα ή το γιουχάϊσμα" - αδιάφορο τελικά τι από τα δύο εισπράττεις. Ενδεχομένως το βάρος του να κουβαλάς έναν τέτοιο προσωπικό μύθο και να είσαι αναγκασμένος να μένεις στην αφάνεια, να ήταν το ίδιο συντριπτικό με την αποδοχή των εσωτερικών ενοχών για την αφαίρεση ανθρωπίνων ζωών, αλλά αυτό είναι κάτι που μόνο οι ίδιοι οι δράστες μπορούν να το γνωρίζουν.

 

Προσωπικοί μύθοι, χωρίς πρόσωπα

 

Έχει ακουστεί δημόσια η άποψη (και μάλιστα από άτομα που είχαν το συγκεκριμένο βίωμα από πρώτο χέρι - από πρώην μέλη των "Ερυθρών Ταξιαρχιών") ότι είναι πιθανόν τα μέλη της "17 Νοέμβρη" από ένα σημείο και μετά, ενδόμυχα να επιδίωκαν να συλληφθούν, για να εισπράξουν ό,τι επρόκειτο να εισπράξουν. Για τους ίδιους σε ψυχολογικό επίπεδο, πιθανόν όλη αυτή η ιστορία να είχε αρχίσει πλέον να γίνεται τόσο αφόρητη, ώστε δεν ήταν πλέον διαχειρίσιμη. Φυσικά, δεν επρόκειτο να εμφανισθούν μια ωραία πρωία στη Γ.Α.Δ.Α. και να παραδοθούν μαζικά - αν όχι τίποτε άλλο, γιατί απλά και μόνο κάτι τέτοιο θα κατέστρεφε τον ίδιο το μύθο. Η αποκάλυψη έπρεπε να γίνει μέσα στους κανόνες του παιχνιδιού, μέσα στα πλαίσια του μύθου. Γιατί είναι απολύτως βέβαιο ότι κάπου, κάπως, κάποτε έπρεπε "να πληρωθεί ο λογαριασμός" για κάτι τόσο μεγάλο όσο αυτό.

Ουδείς νομίζω πιστεύει ότι τα συγκεκριμένα άτομα τα οποία κατηγορούνται για συμμετοχή στη "17 Νοέμβρη", όσο τυφλά και αν κινούνταν στα όρια του δόγματος που υπηρετούσαν, πίστευαν ότι θα επικρατούσαν ποτέ πλέον οι κατάλληλες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που θα τους επέτρεπαν να εμφανισθούν στο προσκήνιο ως "λαϊκοί αγωνιστές" οι οποίοι θα γίνονταν αποδεκτοί από την κοινή γνώμη ως "ελευθερωτές" και "τροπαιούχοι" πραγματοποιώντας "ρωμαϊκό θρίαμβο". Αν η "17 Νοέμβρη" είχε ξεκινήσει μετά τη μεταπολίτευση με την αμυδρά ελπίδα ότι κάποτε οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες θα τη δικαίωναν, το 2002 θα ήταν πραγματική σχιζοφρένεια να διατηρείται παρόμοια ελπίδα. Και αν όντως πρόκειται για τα συγκεκριμένα άτομα, οι κ.κ. Γιωτόπουλος και Κουφοντίνας τουλάχιστον, κάθε άλλο παρά σχιζοφρενείς φαίνεται ότι είναι. Το πρόβλημα της "17 Νοέμβρη" και του προσωπικού / συλλογικού μύθου των μελών της ήταν, εκτός των άλλων, και πρόβλημα επικοινωνιακής ορατότητας. Όταν υποσυνείδητα πλέον αρχίσεις να κυριαρχείσαι από το άγχος του να βγεις στο φως, να δώσεις όνομα και πρόσωπο (το πρόσωπό σου) στις πράξεις, να αναλάβεις την πατρότητα των σχεδίων και των δράσεων και εν μέρει, να ανακουφιστείς από τη δυνατότητα του να πεις δημόσια τη δική σου εκδοχή της πραγματικότητας, τότε το "λάθος" δεν είναι τυχαίο: είναι μοιραίο και ενδεχομένως υποσυνείδητα να το έχεις προκαλέσει και ο ίδιος ως δράστης. Το σύμπαν πλέον συνωμοτεί για να κάνεις το λάθος. Και ο κλήρος να δείξει την "οδό προς την κάθαρση" έτυχε στο Σάββα Ξηρό.

 

Η "17 Νοέμβρη" και τα Media

 

Αν δεχθεί κανείς ότι η "17 Νοέμβρη" είχε ένα συγκεκριμένο - ό,ποιος κι αν ήταν αυτός ιδεολογικοπολιτικό σκοπό - τότε είχε απαραίτητη ανάγκη την επικοινωνιακή ορατότητα. Για τα Media η "17 Νοέμβρη" υπήρξε πάντοτε το αρχέτυπο της είδησης σύμφωνα με τον Todd Gitlin: "...είδηση είναι το γεγονός, όχι οι υφέρπουσες συνθήκες που το προκάλεσαν. Το πρόσωπο, κι όχι η ομάδα. Η σύγκρουση, κι όχι η συναίνεση. Ο παράγοντας που 'προωθεί την ιστορία', κι όχι αυτός που την εξηγεί. Η αρχετυπική ιστορία που μπορεί να γίνει Είδηση, είναι το έγκλημα, ενώ ένα (συμβατικό) αντιπολιτευτικό κίνημα είναι απλά καθημερινό, υπόθεση ρουτίνας και αδύνατο να αντιμετωπιστεί με όρους με τους όρους μιας ιστορίας εγκλήματος" [2] . H "17 Νοέμβρη" σε συλλογικό επίπεδο, σε επίπεδο ομάδας, είχε πετύχει το στόχο της επικοινωνιακής ορατότητας και δεν υπάρχει αμφιβολία γι' αυτό. Και τον είχε πετύχει διότι διέθετε όλο εκείνο το σκεπτικό αλλά και τις δράσεις, οι οποίες είναι φτιαγμένες ακριβώς για να προκαλούν το media-ακό ενδιαφέρον. Ο J.B. Thompson αναφερόμενος στις οργανώσεις κοινωνικών κινημάτων θεωρεί ότι βρίσκονται προ ενός βασικού διλήμματος επιλογής τρόπου δράσης: "Στην παγκόσμια πολιτική σκηνή, η ικανότητα του να 'ιδωθείς' και να 'ακουστείς' είναι απαραιτήτως συνδεδεμένη με την ικανότητα του να προσελκύεις τις τηλεοπτικές κάμερες" [3]. Εύκολα βέβαια καταλαβαίνει κανείς ότι η επιλογή τρόπου δράσης για την απόκτηση της επικοινωνιακής ορατότητας μέσα από τα media, υποκύπτει πλέον και σε κριτήρια "θεάματος" και μάλιστα με τον τρόπο που έχει ορίσει την έννοια ο Guy Debort [4]. Ο φόνος διατηρούσε το βασικό αρχετυπικό ενδιαφέρον της Είδησης, ο τρόπος εκτέλεσης της πράξης εισήγαγε όλο εκείνο το κινηματογραφικό στοιχείο της δράσης το οποίο γίνονταν προσιτό μέσα από τις "Ειδήσεις των 8:00", ενώ το μυστήριο, η συνομωσία και η μη ανεύρεση του παραμικρού ίχνους, αποτελούσαν τις απαραίτητες τελευταίες "πινελιές" για να δημιουργηθεί το μοντέλο της Είδησης που κάθε σταθμός "ονειρεύεται" (χωρίς προς Θεού να το εύχεται...) να έχει στο δελτίο του. Και τούτο οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στο γεγονός ότι τα ΜΜΕ (στη συντριπτική τους πλειονότητά) λειτουργούν και ως οικονομικοί οργανισμοί οι οποίοι - αναπόφευκτα σχεδόν - υπακούουν στους νόμους της Aγοράς και των Επιχειρήσεων (μετρήσεις θεαματικότητας, διαφημιστικά έσοδα, κλπ.).

Το βασικό στοιχείο όμως το οποίο εξέλειπε όλο αυτό το χρονικό διάστημα ήταν η προσωποποίηση. Η συλλογική δράση της "17 Νοέμβρη", παρείχε μεν τα βασικά στοιχεία μιας σχεδόν ιδανικής Είδησης, όμως για να γίνει απολύτως ιδανική, έλειπαν οι πρωταγωνιστές: επί 27 χρόνια το κοινό παρακολουθούσε μια εντυπωσιακή επικοινωνιακή παράσταση, χωρίς όμως πρόσωπα. Η "17 Νοέμβρη" σε συλλογικό επίπεδο ομάδας, δεν προσέφερε αρκετά στοιχεία δραματουργίας: δεν είχε βλέμμα, δεν είχε έκφραση, δεν είχε λόγο (πέρα από την "ξύλινη" γλώσσα των προκηρύξεών της, που ενδεχομένως μόνο οι διωκτικές αρχές να είχαν το - αναγκαστικό - κουράγιο να τις διαβάζουν ολόκληρες...), δεν είχε ανθρώπινη υπόσταση. Η "17 Νοέμβρη" για 27 χρόνια, αποτελούσε ένα θολό επικοινωνιακό μόρφωμα που χώραγε όλα τα σενάρια και τις πιθανές εκδοχές: κάλλιστα θα μπορούσε να ήταν οι ίδιες οι μυστικές υπηρεσίες, ξένοι πληρωμένοι τρομοκράτες, βουλευτές κομμάτων, καθηγητές πανεπιστημίων, διανοούμενοι, οποιοσδήποτε, όλοι και τελικά κανένας.

Και ξαφνικά η αυλαία τραβήχτηκε και αποκαλύφθηκαν οι πρωταγωνιστές στο κοινό, τόσο εντυπωσιακά ως άρμοζε να γίνει: με μια έκρηξη βόμβας στα χέρια κάποιου. Πρόσωπα, οικογένειες, εμβρόντητοι συγγενείς (οι οποίοι μια ημέρα μετά τις αποκλειστικές τους συνεντεύξεις ομολογούσαν από καμιά 20 φόνους ο καθένας), επαγγέλματα, ιδιότητες, ρόλοι, παρελθόντα, τα πάντα εμφανίσθηκαν με χειμαρρώδη ροή στις μικρές οθόνες και στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Και ακριβώς στο σημείο αυτό φάνηκε το πόσο ανέτοιμα ήταν τα ελληνικά media για να διαχειρισθούν μια τέτοια κατάσταση.

Αν εξαιρέσει κανείς τις 2-3 γνωστές και φωτεινές περιπτώσεις δημοσιογράφων και reporters που είχαν την ψυχραιμία και την φαντασία να κοιτάξουν πίσω από το προφανές και να προχωρήσουν κάτω από το πρώτο επίπεδο, η συντριπτική πλειοψηφία των υπολοίπων - ηλεκτρονικών - κυρίως ΜΜΕ, αναλώθηκαν σε σχοινοτενείς, κουραστικές αναλύσεις, από άτομα των οποίων η ειδικότητα δεν δικαιολογούσε επ' ουδενί να έχουν τη δυνατότητα να εκφράζουν δημόσια άποψη πάνω στο θέμα. Παρ' όλ' αυτά έδιναν με την καθημερινή τους παρουσία την εντύπωση ότι σχεδόν αποτελούσαν έμμισθα στελέχη συγκεκριμένων τηλεοπτικών σταθμών, ενώ ο αριθμός των τηλεοπτικών "παραθύρων" ήταν πολλές φορές τέτοιος, που καταλύονταν κάθε στοιχειώδης λογική δυνατότητα παρακολούθησης από τον τηλεθεατή. Τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ με τη στάση τους, έκαναν κάτι παραπάνω από προφανές στο τηλεοπτικό κοινό, ότι δεν ήταν σε θέση να διαχειρισθούν ούτε τον όγκο, ούτε τη ροή της πληροφορίας και της επικοινωνίας γύρω από το θέμα της "17 Νοέμβρη". Η εικόνα που μάλλον στην πλειοψηφία τους παρουσίασαν, ήταν η εικόνα πανικού - εικόνα εκείνου που το όνειρό του έγινε ξαφνικά πραγματικότητα αλλά αυτός ούτε έτοιμος ήταν, ούτε πίστεψε ότι είχε τις δυνατότητες να το διαχειρισθεί. Όταν τα πρόσωπα παρουσιάσθηκαν στη σκηνή, η φλυαρία της ανάλυσης, τα άστοχα σχόλια (εκ των οποίων πολλά έχουν λάβει το χαρακτήρα ανεκδότου...) και η άμετρη δραματοποίηση, μετέτρεψαν την "ιστορία του αιώνα" για τα ελληνικά media, σε κακά σκηνοθετημένη, βαρετή, καθημερινή τηλεοπτική σειρά με εντελώς προβληματικό σενάριο.

Είναι βέβαιο ότι ένα μεγάλο μερίδιο της ευθύνης για τη σύγχυση του κοινού ως προς το τι ισχύει και τι όχι, ως προς το τι είναι πραγματικότητα και τι όχι στην όλη ιστορία, το φέρουν τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ με τον τρόπο που χειρίσθηκαν το θέμα. Επικράτησε η αγχώδης (και πέρα από κάθε έννοια επαγγελματικής δεοντολογίας) λογική της "πρώτης αποκλειστικότητας στη μετάδοση" εις βάρος φυσικά του ελέγχου της ορθότητας πληροφορίας αλλά και του αν θίγονται πρόσωπα και καταστάσεις που ουδεμία σχέση είχαν με την όλη ιστορία. Τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ προσπάθησαν να υποκατασταθούν στο ρόλο των διωκτικών αρχών και είναι πράγματι άξιο απορίας το πως οι πραγματικά αρμόδιες διωκτικές αρχές κατάφερναν να διατηρούν κάποιο στοιχειώδη έλεγχο της επιχειρησιακής κατάστασης, μέσα σε ένα επικοινωνιακό περιβάλλον το οποίο χαρακτηρίζονταν από τον πανταχόθεν ανέλεγκτο πληροφοριακό ορυμαγδό. Η έννοια της "διαρροής" έλαβε διαστάσεις απόλυτης εγκυρότητας, διολισθαίνοντας σε μια, τουλάχιστον επικίνδυνη, επικοινωνιακή κληρονομιά για το μέλλον της ελληνικής δημοσιογραφίας.

Αντιθέτως πρέπει εδώ να ομολογήσουμε ότι η υπόθεση της "17 Νοέμβρη" αποτέλεσε την ευκαιρία για την "εκδίκηση" των έντυπων Μέσων έναντι της τηλεόρασης. Μη έχοντας ο Τύπος εκ των πραγμάτων, τη δυνατότητα να ακολουθήσει τη λογική της τρέχουσας αποκλειστικότητας, τη λογική του "αυτή τη στιγμή", στράφηκε σε απείρως πιο ενδιαφέροντα, ουσιαστικότερα και εγκυρότερα άρθρα ανάλυσης, στην έκδοση ειδικών αφιερωμάτων που έδιναν μια πληρέστερη και διαχρονικότερη εικόνα αυτής της πολυετούς υπόθεσης και σε συγκεκριμένες δηλώσεις προσώπων, τα οποία όντως δικαιούνταν και νομιμοποιούνταν να έχουν λόγο και να σχολιάσουν πάνω στο θέμα της τρομοκρατίας. Είτε με ποσοτικό, είτε με ποιοτικό τρόπο ο Τύπος βγήκε ο μεγάλος κερδισμένος στη μάχη της επικοινωνιακής διαχείρισης της υπόθεσης της "17 Νοέμβρη", κάνοντας τελείως εμφανείς τις αδυναμίες και τους περιορισμούς της ηλεκτρονικής ενημέρωσης, τουλάχιστον με τον τρόπο που λειτουργεί στην Ελλάδα. Μοναδικό ολίσθημα του Τύπου μπορεί να χαρακτηρισθεί η πολύωρη παρουσία στα τηλεοπτικά παράθυρα, συγκεκριμένων εκδοτών εφημερίδων, για τους οποίους δημιουργούνταν πλέον η απορία πότε ασκούσαν τα καθήκοντά τους, τη στιγμή μάλιστα που η ώρα των κεντρικών τηλεοπτικών δελτίων, είναι εργασιακό peak time για τις εφημερίδες.

 

Η πραγματικότητα του Matrix

 

Και τελικά ποια είναι η εικόνα που έχουμε διαμορφώσει για την όλη ιστορία της "17 Νοέμβρη" μέσα από τα media? Τι πιστεύουμε τελικά ο καθένας και για τα πρόσωπα που φέρονται να είναι μέλη της, για τη δράση τους, για τα κίνητρά τους αλλά και για τη συνολική ιστορία της ομάδας επί 27 χρόνια? Που πήγε ο μύθος τώρα που προφανώς χάθηκε μέσα σε έναν ωκεανό καχυποψίας για το είναι αληθινό και τι όχι? Ποια πραγματικότητα απ' όλες ισχύει?

Ο Richard K. Moore στο άρθρο με τίτλο "Escaping the Matrix", ξεκινά την ανάλυσή του βασιζόμενος σε μια συγκεκριμένη σκηνή της γνωστής ταινίας "The Matrix": Ο Morpheus (ηγέτης των επαναστατών) καλεί τον (πρωταγωνιστή) Neo να διαλέξει μεταξύ ενός κόκκινου και ενός μπλε χαπιού. Το κόκκινο χάπι του υπόσχεται "την αλήθεια και τίποτε άλλο". Ο Neo όντως παίρνει το κόκκινο χάπι και ξυπνά στην πραγματικότητα, αλλά σε μια πραγματικότητα ριζικά διαφορετική από αυτή που γνώριζε: οτιδήποτε υπέθετε μέχρι εκείνη τη στιγμή ότι ήταν πραγματικότητα, αποδεικνύεται ότι πρόκειται για μια συλλογική φαντασίωση η οποία "υφάνθηκε" και τροφοδοτήθηκε σε ανύποπτο χρόνο και με ανύποπτο τρόπο στο κοινό, από μια κεντρική πηγή, το Matrix [5].


Κάπως έτσι μοιάζει να είναι τώρα πλέον και η ιστορία της επικοινωνιακής διαχείρισης του θέματος της "17 Νοέμβρη" και από τα ίδια τα φερόμενα ως μέλη της αλλά και από τα ΜΜΕ. Και οι δύο πηγές διατείνονταν ως προς την κοινή γνώμη ότι προσέφεραν το "κόκκινο χάπι" της "αλήθειας και τίποτε άλλο" - αλλά οι πραγματικότητες στις οποίες οδηγούσαν, ήταν τελείως διαφορετικές και αντικρουόμενες, οπότε η επικοινωνιακή "αλήθεια" έμεινε και πάλι ένα μετέωρο ζητούμενο.

Όσο για το μύθο της όλης υπόθεσης, μετακινήθηκε στο μόνο χώρο που του απέμενε να μετακινηθεί: στο χώρο της απόλυτης ανυπαρξίας. Γιατί όπως είχε διαγνώσει ήδη από το 1959 ο Erving Goffman "αμέτρητες ιστορίες μας λένε ότι το πραγματικό μυστικό πίσω από το όλο μυστήριο, είναι ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κανένα απολύτως μυστήριο. Το βασικό πρόβλημα του δρώντος προσώπου όμως, είναι να εμποδίσει το ακροατήριο του από το να το μάθει" [6].

 

Σημειώσεις

 

1.- Δες και Mc Adams, P.D.,1993,"The Stories we Live By - Personal Myths and the Making of the Self", Guilford Press, New York-London. (back to text)

2. - Gitlin T., 1980, "The Whole World is Watching", University of California Press, Los Angeles. (back to text)

3. - Thompson J.B., 1995, "The Media and Modernity - A Social Theory of the Media", Polity Press, London. (back to text)

4.- Guy Debort, 1971, "La Societe du Spectacle", Editions Champ Libre.(back to text)

5.- Moore K.R.,"Escaping The Matrix", στο Cyberjournal, 2000, και στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.cyberjournal.org (back to text)

6.- Goffman E., "The Presentation of Self in Everyday Life", Anchor Doubleday Books, New York - London. (back to text)

 
Back to "Academic"...